παραμόνεμα

παραμόνεμα
το
ενέδρα, παραφύλαγμα, καρτέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμόνεμα — η [παραμονεύω] ενέδρα, καρτέρι …   Dictionary of Greek

  • παραφύλαγμα — το, ΝΜΑ [παραφυλάσσω] νεοελλ. κρυφή παρακολούθηση, παραφύλαξη, παραμόνεμα μσν. αρχ. επιτήρηση, προσοχή, προφύλαξη, επιφυλακή …   Dictionary of Greek

  • παραφύλαξη — η / παραφύλαξις, άξεως, ή ΝΜΑ [παραφυλάσσω] η κρυφή παρακολούθηση, το παραφύλαγμα, το παραμόνεμα, η φρούρηση …   Dictionary of Greek

  • ενέδρα — η 1. παραφύλαξη, παραμόνεμα, καρτέρι. 2. ο τόπος όπου γίνεται το καρτέρι καθώς και τα άτομα που ενεδρεύουν. 3. η μυστική εγκατάσταση στρατιωτικού τμήματος κοντά σε πέρασμα για αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον εχθρού που θα περάσει από εκεί. 4. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφύλαγμα — το, ατος ενέδρα, παραμόνεμα, καρτέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύλαγμα — το, ατος 1. η φύλαξη, η προφύλαξη: Φύλαγμα από το κρύο. 2. η φρούρηση: Το φύλαγμα των φυλακισμένων γίνεται από τους χωροφύλακες. 3. η παραφύλαξη, το παραμόνεμα, η ενέδρα: Τον σκότωσε ύστερα από φύλαγμα πολλών ωρών στο χαντάκι του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”